λιθουλκός

λιθουλκός
-ό (AM λιθουλκός, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη
αρχ.
αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιθουλκῷ — λιθουλκός quarrying stones masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθουλκία — λιθουλκία, ἡ (Α) [λιθουλκός] η απόσπαση λίθων …   Dictionary of Greek

  • λιθουλκώ — λιθουλκῶ, έω (Α) [λιθουλκός] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) σύρω ή κόβω λίθους 2. (κατά τον Ησύχ.) τραβώ κάτι αργά …   Dictionary of Greek

  • λιθουλκοῦ — λιθουλκέω draw pres imperat mp 2nd sg (attic) λιθουλκέω draw imperf ind mp 2nd sg (attic) λιθουλκός quarrying stones masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”